måndag 23 november 2009

Το βουνό που κοιλοπονούσε και γέννησε ποντίκι και η Φωφώ Καρίβαλη...(2)

Τραγούδια με περιεχόμενο σα το "Πιά δε με γελάς", υπήρχαν άφθονα στο ρεμπέτικο και στο μικρασιάτικο. Αντί να βιαστούμε να τα χαρακτηρίσουμε σα "φιλοφεμινιστικά" ή άλλες τέτοιες ανοησίες, θά΄ταν πιό σκόπιμο να αναρωτηθούμε, γιατί βγάζαν τέτοια τραγούδια; Όχι βέβαια σαν αποτέλεσμα προοδευτικής σκέψης, όχι σαν αποτέλεσμα λύπησης γιά πράγματα που βλέπαν ή ακούαν να συμβαίνουν.Οι εταιρίες δίσκων δεν είναι φιλανθρωπικές οργανώσεις πονόψυχων κυριών. Μπορεί να μην είχαν τότε την "εκλεπτυσμένη" γνώση της ψυχολογίας της αγοράς που υπάρχει σήμερα, αλλά ήξεραν πολύ καλά τι έκαναν. Τα νήματα κινιόνταν απ΄το εξωτερικό και οι γενικότερες εμπορικές εμπειρίες των Άγγλων και των Γάλλων ήταν πλουσιότατες, χάρη και στο αποικιακό τους παρελθόν. Τα δε γεράκια που είχαν βάλει σαν υπέύθυνους (Περιστέρης, Τούντας, Σέμσης, Ογδοντάκης -ο τελευταίος είχε, απ΄ότι έχει ειπωθεί την πιό σωστή και τίμια συμπεριφορά), ξέραν επίσης πολύ καλά τη δουλιά τους, ήταν άνθρωποι της πιάτσας με καλή όσφρηση, ήξεραν κατά που φυσάει ο αέρας.


Οι στίχοι με τέτοιο περιεχόμενο τραβούσαν. Ο συνδυασμός, πολλές γυναίκες (λόγω της προσφυγιάς και των πολέμων), η ανάγκη εργασίας, οι νέες "επενδύσεις" που χρειάζονταν εργατικό δυναμικό, η ζωντοχηρεία και η χηρεία (με ότι αυτές συνεπάγονται σε συμπεριφορές), η εναντίωση των νέων γυναικών στις παραδοσιακές αρχές, εναντίωση που ενδυναμώνονταν από την κάποια οικονομική απεξάρτηση, δημιούργησαν μιά αγορά γυναικών που, λογικά, θα έλκονταν από τέτοιου είδους "ανατρεπτικούς" στίχους. 


Δηλαδή, να υποθέσουμε ότι οι πλάκες (δίσκοι) προωρίζονταν για΄το γυναικείο αγοραστικό κοινό μόνο; Τρέφω μεγάλες αμφιβολίες. Προφανώς, τις αγόραζαν και οι άνδρες, γιά άλλους λόγους εσωτερικού γαργαλήματος. Ένα τραγούδι όμως σα κι αυτό, το πρώτο της Φωφώς Καρίβαλη, σε τί θα έλκυε έναν άντρα να το αγοράσει;
Αναπάντητο ερώτημα...

måndag 16 november 2009

Άνευ σχολίων...

Big Mama Thornton ft. Buddy Guy - Hound Dog (1965)

Ας μην υπερβάλλουμε γιά τις δικές μας "ρεμπέτισσες"...

tisdag 10 november 2009





Μαρίκα Καναροπούλου 
- με μιά γυναίκα σ΄ένα δωμάτιο σκοτεινό...

η εικόνα είναι του Νίκου Χουλιαρά από το βιβλίο του ΣΑΡΑΝΤΑ ΣΧΕΔΙΑ, ΑΘΗΝΑ 1974 - δε τον ρώτησα...


Είμαι σ΄ένα δωμάτιο σκοτεινό, ολοσκότεινο. Τα παράθυρα κλεισμένα, φασκιωμένα. Μου το ζήτησες.Σε έφερα γιά λίγο μέσα εδώ, με διαδικασίες που δε μπορώ ν΄αποκαλύψω. Ήθελα να βρεθώ κοντά σου. Σ΄ακούω που κάθεσαι στην ψάθινη πολυθρόνα. Οι βεργούλες της τρίζουν απαλά. Το σώμα σου πρέπει νά΄ναι πολύ αλαφρύ. Ακούγεται κι ένα ανεπαίσθητο σύρσιμο υφάσματος. Ίσως τακτοποιείς το φόρεμά σου να μη τσαλακωθεί. Κι ο ήχος ενός βραχιολιού με κάτι σα να του κρέμονται μικρά κουδουνάκια. Ντίνγκιλα...ντίνγκιλα...

Βγάζεις ένα τρεμουλιαστό αναστεναγμό. Δε ξέρω το δρόμο να σου μιλήσω. Δε μπορώ να δω ούτε το περίγραμμά σου. Η σιωπή πλέκει ιστούς αράχνης γύρω μας.


- Μη περιμένεις να σου πω. Δε ξέρω, δε θυμάμαι, δε θέλω να θυμάμαι. Όλ΄αυτά έχουν πιά περάσει. Είναι στάχτες. Ένα μανέ μπορώ να σου πω. Θέλεις;

http://www.fileden.com/files/2008/6/6/1947074/Neva%20manes.mp3


Ξαναπέφτει η βαριά και βροχερή σιωπή. Τα μάτια μου αρχίζουν να συνηθίζουν στο σκοτάδι. Μισοδιακρίνω την ψάθινη πολυθρόνα αλλά όχι εσένα. Σα να μη θέλεις, σα να μην αφήνεις το περίγραμμα του σώματός σου να φανεί. Ξεχωρίζω λίγο το φόρεμά σου, μισοβλέπω το βραχιόλι - ήταν τελικά βραχιόλι - και τα παπούτσια σου. Το ένα δίπλα στο άλλο και, σα κεντημένα. Νιώθω το βλέμμα σου καρφωμένο απάνω μου. Θα πρέπει τα μάτια σου νά΄ναι μαύρα και κοφτερά. Το μαύρο όμως μες το μαύρο δε διακρίνεται.


Αλλάζεις στάση και ξανακούεται το ελαφρό τρίξιμο της πολυθρόνας.


- Δε θα μου πεις τίποτα;-
- Σου είπα, μου λες μονολεκτικά.
- Είσαι τελείως άγνωστη. Μόνο η φωνή σου υπάρχει τυπωμένη. Τίποτα άλλο. Μιά φωτογραφία, τίποτα...
- Και σε τί θα ωφελούσε; Σάματι ενδιαφέρεται κανείς; Δεν έχει νόημα. Σκιά ήμουν και πέρασα. Ότι ήμουν, ότι είδα, ότι πέρασα, υπάρχει μες τη φωνή μου. Τα άλλα ας μείνουν στο σκοτάδι...
- Άσε με τότε εμένα, να σου θυμίσω ν΄ακούσεις ένα τραγούδι που τ΄αγαπάω πολύ. Το "Βάλε με στην αγκαλιά σου". Να το βάλω να το χαρούν κι οι άλλοι/ες;
Δεν απαντάς. Μόνο ένας αναστεναγμός ακόμα.

http://www.fileden.com/files/2008/6/6/1947074/Vale%20me%20stin%20angalia%20sou%20II.mp3


Η πολυθρόνα τρίζει. Σηκώνεσαι.

- Θέλω να φύγω. Με περιμένουν. Τα λέμε, τραγουδάμε, παίζουμε εκεί...
- Πού εκεί;
- Τί σημασία έχει; Μη μου ξαναζητήσεις να γυρίσω. Σ΄ευχαριστώ που θυμάσαι μιά Μαρίκα Καναροπούλου.
- Άσε με να σου δώσω αυτό, σου λέω και απλώνω την παλάμη μου προς τη μεριά σου. Σου δίνω ένα αστράκι με πούλιες ασημένιες. Όταν το ζουπάς θα φωτίζει αχνά...

Νιώθω το χέρι σου ν΄απλώνεται. Ακουμπάς το δικό μου. Είναι ζεστό το χέρι σου και ψιλοτρέμει. Παίρνεις το άστρο και με μιά γρήγορη και απαλή κίνηση μου αφήνεις την αίσθηση ενός τρυφερού χαϊδέματος.
- Κουράγιο πατριώτη, μου λες και η εμπροσθοφυλακή της ανάσας φτάνει ως το πρόσωπό μου.

Μυρίζεις θυμάρι, Μαρίκα Καναροπούλου...

lördag 7 november 2009





Μαρίκα Καναροπούλου 
 απορίες


Γιατί ν΄ασχολούμαστε και να προσπαθούμε να εμβαθύνουμε σε λεπτομέρειες της λαϊκής δισκογραφίας του ΄30; Μοιάζει τελείως αφηρημένο και άσκοπο, αν δεν έχει κάποιος/α ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αν δε τό΄χει σαν αντικείμενο έρευνας κλπ. Αυτοί/ές όμως μετριούνται στα δάχτυλα. Γιατί τότε;
Η απάντηση είναι απλή και ταυτόχρονα πολύπλοκη. Υπάρχουν δυό λόγοι που έχουν να κάνουν με το χτες και με το σήμερα.


α.  υπάρχουν λεπτομέρειες που αποκρυπτογραφούν και ξεσκεπάζουν διάφορες καταστάσεις σχετικές με τη μουσική του ρεμπέτικου. Το αντρομάνι που ασχολείται μ΄αυτή τη μουσική έχει πλάσει ένα σωρό μύθους γιατί οι μύθοι πουλάνε και επιπλέον αφήνει, εκ συστήματος, τη γυναικεία συμβολή στο πλάι, αντιμετωπίζοντάς τες σα κομπάρσες.


β.   υπάρχουν λεπτομέρειες που ρίχνουν φως στο γενικότερο γυναικείο ζήτημα, γιατί μιά σειρά από αναστολές και καταπιέσεις που υπήρχαν απέναντι στις γυναίκες της δεκαετίας του ΄30 εξακολουθούν και σήμερα, ιδιαίτερα ανάμεσα στους απλούς, λαϊκούς ανθρώπους. Απλά, έχουν τραβηχτεί στο ημίφως και δε συζητιούνται.


Η σπουδαία τραγουδίστρια Μαρίκα Καναροπούλου (βλ.http://elkibra-rebetisses.blogspot.com/search/label/Μαρίκα%20Καναροπούλου%20(Τουρκαλίτσα), που τη χαιρετούσαν στους δίσκους σα Τουρκαλίτσα, ή Μαρίκα Μπρούσαλη, ή Μπρουσαλιά, η Ρίτα Αμπατζή, η Σοφίτσα Αμπατζή (Καρίβαλη) και άλλες, παρέμειναν ερμητικά κλεισμένα όστρακα. Δε ξέρουμε τίποτα γι αυτές, έχουμε μόνο τα τραγούδια τους. Αυτό είναι γενικότερο φαινόμενο γιά τις τραγουδίστριες. Κράτησαν κλειστή την προσωπική τους ζωή γιά λόγους που έχω αναφέρει σε άλλα σημειώματα. Οι τρεις που ανέφερα έχουν και κάτι ακόμα ιδιαίτερο, πέρα από τις σπουδαίες φωνές των δύο πρώτων. Ήταν κορίτσια απ΄τη Μικρασία που έζησαν τη φρίκη κι αυτό αποτυπώθηκε στο ηχόχρωμα της φωνής τους. Ακόμα και γι αυτό το λόγο έχω μεγάλη λαχτάρα να βρω στοιχεία γιά τη ζωή τους.


Η Ρίτα Αμπατζή γραμμοφόνησε σωρεία τραγουδιών κάθε είδους, ενώ η Καναροπούλου μόνο 19. Μετά σταμάτησε, μετανάστευσε στην Αμερική (πότε;) κι όταν γύρισε γραμμοφόνησε ακόμα ένα τελευταίο, το Κάποτε θα κλάψεις (1940) Odeon Ελλάδος GA-7250 GO-3409 - Μ. Καναροπούλου & Δ. Καββαδίας/Τ. Κόκκας/Κ. Μάνεσης & Δ. Ρηγόπουλος - ελαφρό, χαβάγιες (που δεν έχει εμφανιστεί ακόμα).


 Η Μαρίκα Καναροπούλου πρέπει να γεννήθηκε το 1906 στην Προύσα. Ήταν δηλαδή 16 χρονών όταν ξεκίνησε η Κόλαση. Είπε τα πρώτα της τραγούδια το 1932 σε ηλικία 26 χρονών. Πέντε συγκλονιστικούς μανέδες, ενώ τα περισσότερα απ΄τα υπόλοιπα είναι απ΄αυτά τα τραγούδια που αναφέρονται στο χασίσι και μάγκικα. Το 1935, σε ηλικία 29 χρονών, σταμάτησε. 


Οι υπεύθυνοι που διάλεγαν ποιές γυναίκες θα έλεγαν ποιά τραγούδια, ήξεραν πολύ καλά τι έκαναν. Τις διάλεγαν βέβαια πρώτιστα σε σχέση με την καταλληλότητα της φωνής τους, αλλά και γιά την ατμόσφαιρα που βγάζαν. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτά τα τραγούδια που έστελναν άμεσα ή έμμεσα αισθησιακά σήματα τα δίναν στη Εσκενάζι κι όχι στη Ρίτα Αμπατζή που έβγαζε πολλά άλλα, άλλά όχι το ερωτικό σκέρτσο της Ρόζας. 
Είναι τυχαίο ότι η Μαρ. Καναροπούλου είπε αρκετά χασικλίδικα τραγούδια; Σαφώς, δεν υπαινίσσομαι κάτι γιά την ίδια, προσπαθώ μόνο να καταλάβω γιατί την προτίμησαν γι αυτά και γιατί δε συνέχισε. Βέβαια, η δισκογραφία δεν απέφερε χρήματα, αν δεν έκανε κανείς τον ένα δίσκο μετά τον άλλο. Οι αμοιβές ήταν αστείες και τα δικαιώματα μηδαμινά ή μηδενικά. Η δισκογραφία βοηθούσε ουσιαστικά στο να γίνουν ευρύτερα γνωστοί/ές στο κοινό αυτοί κι αυτές που δούλευαν σε μαγαζιά. Εκεί κέρδιζαν, κύρια απ΄τη χαρτούρα. Ποτέ δεν έχει γραφτεί ότι η Μαρίκα Καναροπούλου τραγούδησε σε μαγαζί.


Να μην ενδιαφέρθηκαν οι εταιρίες και οι μουσικοσυνθέτες να της δώσουν περισσότερα τραγούδια, το αποκλείω. Η φωνή της ήταν πάρα πολύ καλή. Προφανώς, σταμάτησε εκείνη και οι λόγοι δε μπορεί, λογικά, να είναι άλλοι από τους παρακάτω:
Ή, δεν ενδιαφερόταν εκείνη να συνεχίσει,
ή την πίεσαν απ΄την οικογένειά της,
ή κάποιος που είχε σχέση μαζί της (παντρεύτηκε;) δε θέλησε να την αφήσει να γράψει άλλους δίσκους,
ή μιά και δε ξέρουμε πότε έφυγε γιά τις ΗΠΑ, να ήταν αυτή η αιτία.


Ενδιαφέρον όμως είναι ότι το 1940 έγραψε στην Ελλάδα το τελευταίο της τραγούδι. Δεν είχε ακόμα μεταναστεύσει, ή τό΄γραψε σε κάποιο ταξίδι της εδώ; Άγνωστο.


Μπορεί να συνεχίσει κανείς με σειρές παραπλήσιων ερωτηματικών, στην προσπάθεια να φανταστεί τον εσωτερικο κόσμο ενός ανθρώπου που, στην περίπτωσή μας, λεγόταν Μαρίκα Καναροπούλου, αν αυτό ήταν το πραγματικό της όνομα. 


Τό όνειρα άραγε είχε αυτό το κορίτσι όταν έκανε τους πρώτους της δίσκους;
Τί κλίμα συνάντησε στις εταιρίες;
Πώς της φέρθηκαν;
Τί έκανε στις ΗΠΑ;
Πότε γύρισε;
Τί έκανε στην υπόλοιπη ζωή της ως το 1990 που πέθανε, σε ηλικία 84 χρονών;
Μιλούσε για κείνες τις εποχές;

torsdag 5 november 2009

Ότι θέλουν οι γυναίκες θα μας κάνουνε;



O Γιάννης Παπαϊωάννου και ο Βασίλης Τσιτσάνης ήταν αυτοί που έκαναν το ρεμπέτικο να περάσει στους "άλλους". Ο Γιάννης με τη γλυκιά Μικρασιάτικη φυσιογνωμία, την επιβλητική ξερακιανή κορμοστασιά , την εξυπνάδα του, την ανθρωπιά και το αστείρευτο κέφι του, δεν άφησε περιθώρια ερωτηματικών. Μπήκε ορμητικά στη δισκογραφία, έκανε ένα σωρό επιτυχίες και δούλεψε σκληρά στο πάλκο ως το μοιραίο βράδυ που, μεθυσμένος, τσακίστηκε σε μιά κολόνα.


   Τον είχα ακούσει στις Τζιτζιφιές 20 μέρες πριν πεθάνει κι όταν με πήραν τηλέφωνο γιά να μου το πουν, βρισκόμουνα στη Στοκχόλμη κι έπαθα. Θυμάμαι πως καβάλλησα ένα ποδήλατο που είχα και περιπλανιόμουνα νυχτιάτικα σε μιά θερμοκρασία -28oC (!). Έκλαιγα με δάκρυα που γίνονταν κρύσταλλοι.

   Δεν ήταν όποιος κι όποιος ο Παπαϊωάννου.Ο Τσιτσάνης (στενός του φίλος) μπορεί να ήταν Μεγάλος, αλλά δεν ήταν διασκεδαστής, ενώ αυτός είχε πραγματικά εκτόπισμα. Μέσα στο μαγαζί κυριαρχούσε με το γλυκό μπουζούκι του, με τ΄ατέλειωτα ταξίμια που αγκυλώναν την καρδιά. Κι όταν διάφοροι/ες νερουλοί/ές φωνασκούσαν, αρκούσε μόνο να πετάξει με τη μάγκικη, καλόκαρδη κι επιβλητική φωνή του  εκείνο το "Ησυχία! Έχουμ΄άρρωστο..." κι όλοι/ες γίνονταν αρνάκια.


    Ήταν έξω καρδιά σε ούλα του και τά΄δινε ούλα. Αστειευόταν με τους πελάτες, ήταν απέραντα ανθρώπινος, απέραντα λαϊκός με το σωστό τρόπο, τον αγάπαγαν και τό΄ξερε. Μικρασιάτης. Καρδιά περιβόλι.


Γιά να μη λέω πολλά, σας δίνω ένα από τ΄άγνωστα τραγούδια του με τη Μπέλλου, στο μεσοδιάστημα της φωνής της, πρίν να γίνει μπρούτζινη. Η Μπέλλου του είπε πολλά τραγούδια που όλα τους έγιναν επιτυχίες. Το συγκεκριμένο λέγεται "Ότι θελουν οι γυναίκες" (Columbia DG-6902, τρ. Σ.Μπέλλου, Ν. Καλλέργης) και το βρίσκω εξαιρετικό. Έχει ένα ανέβασμα, ακριβώς στο ρεφρέν, που το χρησιμοποίησε ο Παπαϊωάννου και σε 2-3 άλλα τραγούδια του και είναι, κατά τη γνώμη μου, αυτό που το κάνει υπέροχο.
Η Μπέλλου, όπως πάντα, σταθερή και άψογη.
Το θέμα του τραγουδιού, οι γυναίκες και οι περιπέτειες μ΄αυτές. Με δυό λόγια, το γνωστό μοτίβο, που υπήρχε ήδη από την αρχαιότητα, όταν τις χαρακτήριζαν σαν ένα "αναγκαίο κακό"...



http://www.youtube.com/watch?v=PGACWsSKGiU&feature=share&list=PL47B85E1E0320633B