tisdag 24 februari 2009

Περί γυναικών, γενικά και ειδικά...

Noir et blanche (1926) - ΜΑΝ ΡΑΥ


Είναι πολύ δύσκολο να μιλήσει ένας αρσενικός θετικά γιά τις γυναίκες και να μην πει τα τετριμμένα. Να πείσει δηλαδή, κύρια εκείνες,ότι δεν είναι κάποιοι λόγοι που σε ωθούν να μιλήσεις καλά, ότι δεν είναι επιθυμία της στιγμής και την επόμενη θα ξαναγυρίσεις στις γνωστές πρακτικές. Ή, ότι δε το κάνεις γιά να χαϊδέψεις τη ματαιοδοξία του γυναικείου φύλου, που μας μάθαν ότι είναι συνώνυμο της λέξης γυναίκα (ενώ εμείς οι άντρες δεν είμαστε, δήθεν, ματαιόδοξοι...). Με ποιό τρόπο να μιλήσει λοιπόν κανείς; Έχω έναν και μοναδικό, της ειλικρίνειας. Της παραδοχής ότι μεγάλωσα στο γενικότερο περιβάλλον που όλοι μας έχουμε μεγαλώσει, ότι βομβαρδίστηκα μ΄αυτά που έχουν βομβαρδιστεί όλοι και, στην καλύτερη περίπτωση, κάνω συνεχείς προσπάθειες "εξαγνισμού" και αποκαθαροποίησης. Άσχετα με το αποτέλεσμα, άσχετα με το αν γίνομαι πιστευτός, ή αν αυτό εκτιμάται. Στο κάτω-κάτω μου είναι και αδιάφορο. Το κάνω γιά τη ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΨΥΧΗ.

Ο καθένας κρίνεται απ΄τις πράξεις του, λένε. Μμμ, ναι, σωστό. Πολύ δύσκολο όμως να μην αντιφάσκει κανείς, να μην παλινδρομεί. Θα προτείνω κάτι άλλο. Εκεί που κρίνεται ένας ενήλικος άντρας είναι στις τακτικές, στις συμπεριφορές, στον τρόπο που συμμετέχει στο μεγάλωμα, δίνοντας φτερά, στην κόρη του, αν έχει την τύχη ν΄αποκτήσει μιά κόρη.

Απ΄ότι είμαι σε θέση να ξέρω, είμαι ο μοναδικός αρσενικός που μιλάω, με τον τρόπο που μιλάω και βλέπω το θέμα των γυναικών του ρεμπέτικου. Ε, και; Σιγά τα λάχανα. Ποιός νοιάζεται γιά τέτοια; Οι (μη) αντιδράσεις είναι οι γνωστές και αναμενόμενες. Παγερή σιωπή, αδιαφορία, αδυναμία πρόσληψης νοημάτων, άγνοια, εθελοτυφλία και, υποθέτω, σχόλια εσωτερικά του τύπου "α, ρε μ..." ή "μπας και είσαι τίποτα κρυπτο..."...

Ασημαντότητες.

Τι λέγαμε; Ναι, έχω πάθος με τις γυναίκες του ρεμπέτικου, ιδιαίτερα μ΄αυτές του Μικρασιάτικου. Τις θαυμάζω γι αυτό που έκαναν. Καταλαβαίνω τη "μοναξιά" που μπορεί να ένιωθαν μέσα στο αγριεμένο αντρομάνι, τις προσπάθειες αντιγραφής μεθόδων, τακτικών και συμπεριφορών που δεν οδήγησαν πουθενά αλλού από την αποχώρηση. Τα έξυπνα πλάσματα αποχωρούν κάποια στιγμή, απ΄οτιδήποτε. Οι αρσενικοί που μείναν και έδωσαν την ψυχή τους, κονιορτοποιήθηκαν απ΄τα ξενύχτια, τους ανταγωνισμούς, τις στενοχώριες. Γίναν φαλακρά, ασπρομάλλικα γεροντάκια στα 50 και αναχώρησαν γιά τον Άλλο Κόσμο κάπου στα 60 τους (εξαιρέσεις πάντα υπάρχουν).

(συνεχίζεται)




Ένιωθαν οι Μικρασιάτες
ανώτεροι πολιτιστικά
απ΄τους Ελλαδίτες;

Ένα σχόλιο και μιά απάντηση

Πριν από κάποιο διάστημα είχα αναρτήσει δύο posts με τίτλο: "Σνόμπαρε η Ρίτα Αμπατζή το Μάρκο Βαμβακάρη;" που αναφέρονταν σε μιά, φαινομενικά, αδιάφορη εικασία εκ μέρους μου. Σε κάποιο τραγούδι το 1934 που τραγούδησαν μαζί, η Ρίτα χαιρέτησε τον εαυτό της, όπως το συνήθιζε, έναν άλλο σπουδαίο μουσικό που συμμετείχε και, τσιμουδιά γιά το Μάρκο.

Βρισκόμαστε στο 2009 και τέτοιες ασήμαντες μικρολεπτομέρειες μπορεί να ενδιαφέρουν ανθρώπους μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού. Δεν ύποφέρω από τέτοιου είδους ρομαντισμούς. Ο λόγος που το έθιξα ήταν γιά να αναφερθώ στο θέμα της πολιτιστικής ανωτερότητας που πιστεύεται πως ένιωθαν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες όταν ήρθαν στην Ελλάδα. Παραπέρα, ήθελα να το συνδέσω με αντίστοιχες αντιδράσεις που συμβαίνουν σήμερα σε διάφορα ευρωπαϊκά κράτη που δέχονται πρόσφυγες - μετανάστες από χώρες που υποφέρουν.

Πριν μερικές μέρες έλαβα ένα φιλικό σχόλιο από ένα αναγνώστη του Thorax and mind. Kρίνοντας πως οι αντιρρήσεις του ήταν ενδιαφέρουσες, έγραψα μιά μακροσκελή απάντηση και τον ρώτησα αν μου επιτρέπει να δημοσιεύσω και τα δυό. Δέχτηκε κι έτσι, το κάνω.

Παρακάτω, αν ενδιαφέρεστε και αν αντέχετε, μπορείτε να διαβάσετε τα δύο posts που προκάλεσαν τις αντιρρήσεις, το σχόλιό του και, την απάντησή μου.



Σνόμπαρε η Ρίτα Αμπατζή το Μάρκο Βαμβακάρη; (1)

- Μα, τι κάθεσαι και το ψάχνεις τόσο πολύ; Αυτοί ήταν διασκεδαστές, μου λέει συχνά ένας φίλος που θεωρεί πως έχω μπει σε "τριπάκι".
- Κοίταξε, του λέω, βέβαια και ήταν ΚΑΙ διασκεδαστές. Τα πράγματα όμως τότε δεν ήταν τόσο προωθημένα όσο είναι σήμερα. Σήμερα, μπορεί κανείς να πιάσει πολύ λίγα στοιχεία ιδιοσυγκρασίας στους/στις διασκεδαστές/τριες, γιατί παίζουν συγκεκριμένους και προδιαγεγραμμένους ρόλους όταν εμφανίζονται. Πάλι παρεμβαίνει και παίζει κάποιο ρόλο ο χαρακτήρας, αλλά σε πολύ μικρότερη κλίμακα απ΄ότι τότε. Τα μεγάλα ονόματα, κύρια στο εξωτερικό, έχουν από πίσω τους ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο επιτελείο που φτιάχνει το image τους.

Η Ρόζα Εσκενάζι είχε χτίσει μόνη το μπρίο της, που ένα ελάχιστο κομμάτι απ΄αυτό βγαίνει μέσα στην ατμόσφαιρα της δισκογραφίας και μπορούμε, με τη βοήθεια της φαντασίας και κάποιων μικρών πληροφοριών, να δημιουργήσουμε μιά κάποια εικόνα του πως δρούσε η ίδια στα μαγαζιά που δούλεψε.

Μαρίκα Νίνου, η μπριόζα, έχτισε επίσης μόνη αυτό που ήταν. Υπάρχουν ζωντανές σκηνές, έστω από ταινίες, και έχουμε κι εκείνη την πολύ σημαντική ηχογράφηση από το μαγαζί του Τζίμη του Χοντρού που είναι το μοναδικό ντοκουμέντο ατμόσφαιρας παλιότερου μαγαζιού.

Η Στέλλα Χασκίλ, γιά να τονίσω περισσότερο αυτό που πιστεύω, ήταν χαμηλών τόνων. Ούτε στη δισκογραφία, ούτε και στα μαγαζιά, απ΄ότι μας μετέφερε ο Τάκης Μπίνης ,ήταν εκδηλωτική. Ήταν μιά σπουδαία και σοβαρή τραγουδίστρια.

Ο Ζαμπέτας ήταν μπριόζος, ο Τσιτσάνης δεν ήταν, ο Παπαϊωάννου ήταν ένας πολύ ικανός διασκεδαστής κλπ.Έπαιζε λοιπόν ρόλο ο χαρακτήρας του/της καθενός/μιάς και μ΄αυτόν πορευόταν.

Γιά τη Ρίτα Αμπατζή δε ξέρουμε σχεδόν τίποτα, αν και ήταν τόσο έντονη η παρουσία της εκείνα τα χρόνια. Η Ρίτα ήταν 19 χρονών όταν ήρθε στην Ελλάδα από τη Σμύρνη. Η πραγματική χρονολογία γέννησής της είναι 1903 και όχι 1914 όπως είναι γραμένο σχεδόν παντού. Άρχισε τις φωνοληψίες, ίσως στα 1931. Υπάρχουν διάφορες εικασίες ότι μπορεί να είχε δουλέψει ήδη στη Σμύρνη, αλλά μάλλον δεν αληθεύουν, σύμφωνα και με τα λεγόμενα της Αγγελικής Παπάζογλου (βλ. ΤΑ ΧΑΪΡΙΑ ΜΑΣ ΕΔΩ, σελ. 286): "...Η Ρίτα η "ξυλοφορτωμένη" βγήκε στη δουλειά*πολύ αργά. Το εικοσιεφτά. Δεν τραγουδούσε. Ήτανε γειτόνισσά μου στην οδό Σηστού στην Κοκκινιά. Ο πρώτος της άντρας ο Κουστουμτζής το Ελληνάκι την έδερνε. Χωρίσανε ύστερα. Πήρε ένα χωροφύλακα. Ο χωροφύλακας δε την άφησε να τραγουδήσει πιά. Η Ρίτα είχε αντρική φωνή. Τραγουδούσε καλά. Την έβαζε ο Κουστουμτζής και του τραγουδούσε:"Δε μου λέτε...δε μου λέτε...το χασίσι που πουλιέται, το πουλούν οι ντερβισάδες στους απάνω μαχαλάδες...". Άμα την άκουες απ΄όξω απ΄το παράθυρο τση κουζίνας της να τραγουδά, νόμιζες πως τραγουδούσε ένας άντρας. Κι ήλεγε η γειτονιά: "Μωρέ δεν είναι άντρας. Η "ξυλοφορτωμένη" είναι..." Τράβηξε πολλά η καημένη".* H Α. Παπάζογλου δε διευκρινίζει αν η Ρίτα άρχισε με τους δίσκους το ΄27 ή αν δούλεψε σε μαγαζί...


Σνόμπαρε η Ρίτα Αμπατζή το Μάρκο Βαμβακάρη; (2)

Η Ρίτα είχε μιά πάγια τακτική στους δίσκους. Χαιρετούσε, σχεδόν πάντα, τον εαυτό της, σφραγίζοντας το τραγούδι, και χαιρετούσε, επίσης σχεδόν πάντα, τον πρώτο μουσικό (βιολί ή κλαρίνο). Πολλές φορές συνέχιζε και με τον δεύτερο. Το Σέμση, το "Σαλονικιό", που πιστεύω πως οι Μικρασιάτες μουσικοί τον βλέπαν σα, σχεδόν, δικό τους πέρα απ΄το ότι μπορεί και να τον καλόπιαναν γιατί είχε διευθυντική θέση στη His Master's Voice από το 1926 ως το 1950 που πέθανε, τον χαιρετούσε σχεδόν πάντα, όπως και τους κλαριτζήδες στα παραδοσιακά.

Το 1934, στην αίθουσα φωνοληψίας της HMV, έχουν έρθει ο Μάρκος Βαμβακάρης, η Ρίτα Αμπατζή και ο Τρίμης γιά να γράψουν το τραγούδι του Μάρκου "Αν είσαι μάγκας και νταής" (ΗΜV AO 2194). Η Ρίτα είναι 31 χρονών, καθιερωμένη και έμπειρη. Ο Μάρκος είναι στα 29 του. Μόλις την προηγούμενη χρονιά έχει χτυπήσει τον πρώτο του δίσκο. Είναι η νέα αποκάλυψη, το άστρο του λάμπει.Δε ξέρουμε ποιανού ιδέα ήταν να τραγουδήσουν μαζί οι δυό τους. Η Ρίτα πουλούσε κι ο Μάρκος επίσης. Ήταν λογικό ο κοινός τους δίσκος να είχε επιτυχία. Το ίδιο τραγούδι έχει χτυπηθεί και με την Άννα Παγανά μαζί με τη Μαρίτσα Πανδρά, με συνοδεία βιολού, χωρίς το Μάρκο. (Αυτή τη στιγμή δεν έχω πρόσβαση στους καταλόγους του μανιάτη και δε θυμάμαι αν χτυπήθηκε νωρίτερα ή αργότερα).

Οι Μικρασιάτες είχαν, γενικά, μιά στάση πολιτιστικής ανωτερότητας απέναντι στους γηγενείς Έλληνες. Στο επίπεδο βέβαια της δισκογραφίας δεν υπήρχαν, στα φανερά, τέτοιες στάσεις. Οι Μικρασιάτες μουσικοί και τραγουδιστές/τριες τό΄χαν συνήθεια να χαιρετιούνται στη διάρκεια των φωνοληψιών.Η Ρίτα είχε ήδη συνεργαστεί με σπουδαίους μουσικούς. Σίγουρα είχε προλάβει να εισπράξει τον κίνδυνο της απειλής από τους μπουζουκομπαγλαμάδες. Τι στάση είχε απέναντι σ΄αυτά τα τραγούδια, δε το ξέρουμε. Η συνεργασία αυτή με το Μάρκο ήταν η πρώτη και η τελευταία της. Ενώ, λογικά και σύμφωνα με την πάγια τακτική της, θα περίμενε κανείς να χαιρετήσει το Μάρκο, τραγουδάει σίγουρη όπως πάντα και, προς το τέλος του τραγουδιού, πετάει ένα χαιρετισμό στον Τρίμη (γειά σου Τρίμη με τη φύσα σου). Λίγο πριν το τέλος, πετάει το γνωστό χαιρετισμό στον εαυτό της και το τραγούδι τελειώνει. Ούτε κουβέντα στο Μάρκο, ούτε κι αυτός σ΄αυτήν. Ο Μάρκος, άλλωστε, δε το συνήθιζε να χαιρετάει.Τον αγνόησε επίτηδες; Ήταν τυχαίο; Αμφιβάλλω..

Το σχόλιο


Ειμαι ο Κουρουσης ο Σταυρος απο το φορουμ
Θελω να κανω μια συντομη παρατηρηση, με ολο το σεβασμο.
Η παρατηρηση σου σχετικα με την Αμπατζη και το Μάρκο ειναι λάθος.
Πρωτον η Ριτα δεν χαιρεταει σε ολους τους δισκους ,χαιρεταει αρκετα ναι.
Στην φραγκοσυριανη χαιρεταει τον Μαρκο για σου μαρκο μου με τα τραγουδακια σου και στην ατσιγγανα χαιρετα τον Μπατη και μαλλον τον Μεμετη.
Η Ριτα ξεκινησε στην Χιο και ηταν μικρη,η Ριτα που λεει η Α.Παπαζογλου ειναι αλλη Ριτα εκεινης της εποχης.Ηταν απο πλουσια οικογενεια.
Επισης λες κατι για τους μικρασιατες που με στεναχωρησε πολυ και ειναι ψεμα απο μια εννοια.Ποτε δεν ειδαν οι μ ικρασιατες τους εαυτους τους ανωτερους απο τους ντοπιους μαλλον το αντιθετο ,αυτο το βεβαιωνει και ο Μαρκος αλλα και δικοι μου συγγενεις οταν ηρθαν εδω.Θα σου πω οτι ειναι αληθεια οτι ειχαν μεγαλυτερη μορφωση και καλυτερη ζωη απο τους ελληνες εδω αυτο ειναι σιγουρο και αφησαν πολλα πισω αυτο ισως που ειδες εσυ σαν ενδιεξη ανωτεροτητας ισως ηταν αμυνα απεναντι στους εδω ελληνες που τους συμπεριφερθηκαν οχι και πολυ καλα.Αν και η καταγωγη μου ειναι απο την Καλαματα η αλλη μου ριζα ειναι απο την Πολη και σου λεω οτι σαν χαρακτηρες οι μικρασιατες πραγματικα ηταν οι καλυτεροι ολων των Ελληνων.Να σαι καλα μ'αρεσει το σαιτ και τα σχολια σου τις περισσοτερες φορες απλα επρεπε να απαντησω σε κατι κατα την γνωμη μου πρεπει να το βγαλεις αυτο με την Ριτα γιατι την Αδικει και ηταν τεραστια φωνη αυτο φαινεται κυριως στον μανε της.

Φιλικα




Η απάντηση

Είμαι ολότελα ανοιχτός σ΄αυτά που γράφεις. Ανοιχτός να τα συζητήσουμε και να βρούμε άκρες. Πρώτα, δηλώνω ότι δεν είμαι ειδικός επί Μικρασιατικών θεμάτων. Μ΄ενδιαφέρουν και ο τρόπος μου να τα πλησιάσω είναι η επιλογή ενός παράξενου και δύσβατου δρόμου διαβάζοντας, διασταυρώνοντας, πιστεύοντας και μη πιστεύοντας μνήμες από ένα σμυρνέικο σόι (απ΄τη μεριά του πατέρα μου). Χρησιμοποιώ ακόμα τη διαίσθησή μου, την όποια πείρα μου από τη ζωή και τους μηχανισμούς των ανθρώπων που έχουν κοινές αφετηρίες, τηρουμένων των αναλογιών. Σ΄αυτό μπορεί να μη συμφωνείς,
Κάτι ακόμα, την άμεση και έμμεση εμπειρία από την παραμονή μου σε μιά ξένη χώρα, την παρατήρηση του πλήθους των μειονοτήτων και των μηχανισμών που αναπτύσσονται μέσα σ΄αυτές, σε σχέση με τους γηγενείς.

Αυτό το τελευταίο το αναφέρω γιατί είμαι κάθετα ενάντιος στην αντιμετώπιση της ιστορίας του ρεμπέτικου σαν ένα ιδιαίτερο ελληνικό φαινόμενο και τον μη παραλληλισμό, εκεί που χρειάζεται, με άλλα παραπλήσια φαινόμενα σε άλλους τόπους.

Ας αρχίσω με μιά αυτοκριτική. Το post
”Σνόμπαρε η Ρίτα Αμπατζή το Μάρκο Βαμβακάρη;» στο blog μου είναι, ομολογώ, παρορμητικό και ερασιτεχνικό. Θυμίζει δημοσιογραφικό πυροτέχνημα ή κουτσομπολιό και έχει χαρακτήρα προβοκατόρικο. Θα πρέπει ή να το βγάλω, ή να το συνεχίσω μπαίνοντας πιό βαθιά και καταλήγοντας σ΄ένα ώριμο συμπέρασμα.
ΑΥΤΟ ΘΑ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΩ ΝΑ ΚΑΝΩ ΜΕ ΤΑ ΠΑΡΑΚΑΤΩ...

Το ελληνικό στοιχείο της Μικρασίας και της Ανατ. Θράκης (και όχι μόνο) είχε, όπως ξέρουμε, μιά μακραίωνη ιστορία. Τα τουρκικά νομαδικά φύλα άρχισαν ν΄αποκτούν κάποια συνείδηση κοινής καταγωγής κάπου στα 1204 μ.Χ. Αυτό λέει και δε λέει κάτι. Δε λέει, αν επαναπαυόμαστε στις δάφνες της ιστορίας και αρνούμαστε να δούμε τις κατοπινότερες ή τις σημερινές συνθήκες. Λέει όμως, με την έννοια μιάς βαθύτερης, συνειδητής ή ασυνείδητης περηφάνειας που κουβαλάει ο μέσος Έλληνας.

Ας μου επιτραπεί να παρακάμψω τους ιστορικούς λαβύρινθους και να εστιάσω σε μιά φανταστική και τυχαία Χ οικογένεια Μικρασιατών, πριν προκύψει η εισβολή του ελληνικού στρατού στη Μικρασία. Ας κάνω δηλαδή κάτι που δε συνηθίζουν οι ιστορικοί, κοινωνιολόγοι κλπ. Ας δούμε πως αισθανόταν μιά «μικροαστική» οικογένεια που είχε κάποια εμπορική δραστηριότητα. Τα μέλη της είναι δεμένα με τα χώματά τους και έχουν μιά μακρόχρονη ζωντανή παράδοση. Έχουν ζήσει στο Οθωμανικό σύστημα που ήταν ιδιαίτερο και διπλωματικά σοφό, προσφέροντας στις μειονότητές του αυτονομία, ως ένα συγκεκριμένο βαθμό, αρκεί να τηρούσαν μιά σειρά από κανόνες. Η οικογένεια αυτή βλέπει ξεκάθαρα τον εαυτό της σαν ελληνικό στοιχείο, ζώντας με ένα λαό με τον οποίο συναλάσσεται καθημερινά, είναι δεμένη μαζί του, αλλά τον βλέπει, ας μου επιτραπεί να το πω, σα κάτι όχι μόνο ξένο (και λόγω θρησκείας), αλλά και σα «υποδεέστερο». Το όραμα της Ελλάδας είναι ζωντανό μέσα στην οικογένεια μ΄ένα ιδεατό τρόπο. Δεν έχει σαφή εικόνα των ελλαδικών συνθηκών, αλλά πιστεύει στην ιδέα – Ελλάδα και είναι περήφανη γιά την καταγωγή της.

Όταν το Οθωμανικό κράτος αρχίζει να πέφτει και να διαλύεται, τα μεγάλα ευρωπαϊκά συμφέροντα θέλουν, το καθένα, να διεκδικήσει ένα κομμάτι της πρώην αυτοκρατορίας. Η Ελλάδα, γιά δικούς της λόγους, βλέπει μιά ευκαιρία να οφεληθεί με τη σειρά της και δέχεται να παίξει το ρόλο της εγγυήτριας δύναμης, εισβάλλοντας στη Μικρασία.

Η οικογένεια Χ, δεν έχει σαφή συνείδηση των μεγάλων πολιτικών παιχνιδιών που παίζονται και υποδέχεται τους ελευθερωτές με σημαίες και λάβαρα. Πανηγυρίζει γιά τις πρώτες νίκες του ελληνικού στρατού και τα χάνει όταν αρχίζει η αντεπίθεση του τουρκικού στρατού υπό την ηγεσία των εθνικιστών του Κεμάλ. Μαζεύουν όσα απ΄τα υπάρχοντά τους μπορούν κακήν-κακώς και κατευθύνονται προς το λιμάνι της Σμύρνης. Μαθαίνουν γιά τις καταστροφές που προκάλεσε ο ελληνικός στρατός στην υποχώρησή του, βλέπουν έκπληκτοι τους ταλαιπωρημένους Έλληνες στρατιώτες να επιβιβάζονται σε πλοία και να εξαφανίζονται. Μαντεύουν τι πρόκειται να συμβεί. Το κύμα της αιματηρής αντεκδίκησης αρχίζει. Βλέπουν τα ξένα πολεμικά πλοία να παρακολουθούν τη σφαγή χωρίς να επεμβαίνουν. Η οικογένεια Χ καταφέρνει, με την ψυχή στα δόντια, να επιβιβαστεί σε πλοίο, να περάσει απέναντι και να προωθηθεί κάπου στην Ελλάδα, στα βόρεια ή στα Νότια και μετά, στην Αθήνα ή στον Πειραιά.

Όταν περνάει η πρώτη αναμπουμπούλα εγκαθίστανται κάπου και αρχίζουν να εισπράττουν τις αντιδράσεις της καθημερινής ζωής στην Ελλάδα. Πρώτα-πρώτα σοκάρονται με την κατάσταση που βλέπουν και ακούν ολόγυρά τους. Η λαμπερή ιδέα – Ελλάδα που είχαν στο μυαλό τους, δεν έχει σε τίποτα να κάνει μ΄αυτό που βιώνουν...

Γιά να μη χαθούμε, περνάω σε αποσπάσματα από το βιβλίο της
Renée Hirschon, «ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΙ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ – Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ, ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ, ΑΘΗΝΑ 2006.
Η Renée Hirschon έκανε μιά έρευνα το 1972 , νοικιάζοντας ένα σπίτι στην Κοκκινιά (στα Γερμανικά) και συνδιαλεγόμενη επί 14 μήνες με ανθρώπους όλων των ηλικιών που είχαν προσφυγικό παρελθόν. Τα αποτελέσματα της έρευνάς της απευθύνονταν σε αγγλόφωνο κοινό. Το βιβλίο της κυκλοφόρησε στα αγγλικά το 1989, στα τουρκικά το 2000 και τέλος, στα ελληνικά το 2006.

Διευκρινίζω ότι εμπιστεύομαι αυτό το βιβλίο. Οι στάσεις και οι κρίσεις των Μικρασιατών απέναντι στους γηγενείς, μου θυμίζουν ανάλογα πράγματα που άκουγα από μικρός, και από το σόι του πατέρα μου, αλλά και από το σόι της μάνας μου που ήταν γηγενείς. Δε συμφωνούσα από πολύ μικρός στις δηκτικές κρίσεις γιά άλλους ανθρώπους και την υπερεξύψωση του Εγώ.

σελ. 84, Ο ρωμιός συναντά τον Έλληνα

«Οι Μικρασιάτες που γνώρισα στην Κοκκινιά εκφράζονταν πολύ υποτιμητικά γιά τους Ελλαδίτες. Η δηκτική φράση «δεν ξέρουν τίποτα», που ακουγόταν συχνά, συνόψιζε τη γνώμη τους γιά τους ντόπιους. Άλλες διαδεδομένες απόψεις ήταν ότι «δεν ξέρουν να φερθούνε, δεν ξέρουν να μιλάνε, δεν έχουν τρόπους». Επανειλημμένα μου έλεγαν ότι η μεγαλύτερη πρόοδος στην Ελλάδα συντελέστηκε όταν ήρθαν οι πρόσφυγες, άποψη που τη δέχονταν και οι ίδιοι οι Ελλαδίτες. Μιά ηλικιωμένη πρόσφυγας την εξέφρασε λακωνικά: «Πριν έρθουμε εμείς, τί ήταν αυτοί; Εμείς τους ανοίξαμε τα μάτια. Δεν ξέρανε να φάνε ούτε να ντυθούνε. Τρώγανε μπακαλιάρο και χόρτα. Εμείς τους μάθαμε τα πάντα».
Σε αυτή την έκφραση συνοψίζονται στάσεις πάνω στις οποίες θεμελιώθηκε αρχικά η ξεχωριστή ταυτότητα των προσφύγων. Οι πρώτες εντυπώσεις τους από τη ζωή στον ελλαδικό χώρο ήταν απογοητευτικές. Οι πρόσφυγες αδυνατούσαν να δουν τη μητροπολιτική Ελλάδα με ευνοϊκή διάθεση, όταν τη συνέκριναν με τις πόλεις και τα χωριά της πατρίδας τους. Η μικρή αυτή χώρα ήταν υπανάπτυκτη, οι άνθρωποί της ακαλλιέργητοι, με περιορισμένο ορίζοντα»...

σελ. 88, «Μιά ηλικιωμένη γυναίκα από τη Σμύρνη παρατήρησε στεγνά: «Έρχονται οι χωριάτες στην πόλη και γίνονται αριστοκράτες». Οι δηλώσεις αυτές χρησιμοποιούνταν γιά να θέτουν τα όρια ανάμεσα σε «εμάς» και «αυτούς» και έδιναν το στίγμα της διαφοράς τους όπως την αντιλαμβάνονταν οι ίδιοι οι πρόσφυγες, τροφοδοτώντας έτσι την αίσθηση της ξεχωριστής τους ταυτότητας»....

σελ 89, Το «ανοιχτό» και το «κλειστό»: ο συμβολισμός της ξεχωριστής ταυτότητας.


Οι πρόσφυγες χαρακτήριζαν τους «ντόπιους» Έλληνες απολίτιστους, άξεστους και αγροίκους. Τους αποκαλούσαν «βλάχους», «τσομπάνηδες» και «χωριάτες», ή άλλοτε πάλι τους ονόμαζαν «βουνίσιους» ή έλεγαν πως ήταν «απ΄τα βουνά». .. «Οι πρόσφυγες δεν αγνοούσαν τη γεωγραφία της Ελλάδας και ήξεραν πως δεν ήταν όλοι οι Έλληνες της υπαίθρου τσοπάνηδες ούτε κατάγονταν όλοι από ορεινές περιοχές, άρα επιλέγοντας τη συγκεκριμένη εικόνα υποννοούσαν κάτι άλλο. Η εικόνα αυτή συνδέεται με ένα σύνολο συμβολικών αντιθέσεων που διαποτίζουν το πολιτισμικό λεξιλόγιο των Ελλήνων της Μικράς Ασίας (και ίσως ολόκληρου του ελληνισμού). Πρόκειτα γιά μεταφορά, βασισμένη στη μορφολογία του χώρου, που εκφράζει την «ανοιχτή» και την «κλειστή» κατάσταση με ρητές γλωσσικές αναφορές και μπορεί να χρησιμοποιηθεί μέσα σε ποικίλα συμφραζόμενα. Με δυό λόγια, η «ανοιχτή» κατάσταση είναι θετική και δηλώνει τον κοινό γιά όλους τρόπο προσανατολισμού, την κοινωνικότητα, τη νέα ζωή, τη συνέχεια, την τύχη, το φως και το ουράνιο βασίλειο. Η «κλειστή» κατάσταση είναι αρνητική και δηλώνει την απομόνωση, τον περιορισμό, τη στέρηση»...

σελ. 90, «Οι πρόσφυγες, χαρακτηρίζοντας τους γηγενείς Έλληνες «βουνίσιους», ή και «βλάχους» (καθώς αυτή η λέξη εμπεριείχε τον ίδιο υπαινιγμό), δημιουργούσαν μιά μεταφορική αντίθεση με βάση τον τόπο καταγωγής: από τη μιά μεριά οι πόλεις της Μικράς Ασίας, που παρουσιάζονταν ως πολύβουα, κοσμοπολίτικα κέντρα, και από την άλλη τα χωριά της ελληνικής υπαίθρου, που δεν ήταν παρά μικροί, απομακρυσμένοι και απομονωμένοι οικισμοί». (τέλος των αποσπασμάτων)

Τα επιλεγμένα αυτά αποσπάσματα δίνουν απλώς κάποια στοιχεία. Δεν αντιπροσωπεύουν την υψηλή αξία της έρευνας που έκανε η Hirschon, αλλά ούτε αντιπροσωπεύουν τις δικές μου απόψεις. Θέμα πολιτισμού ανώτερου από κάποιον άλλον δεν υφίσταται γιά μένα και αμφισβητώ έντονα αυτό που, γενικώς και αορίστως, θεωρείται «πολιτισμός» στις μέρες μας. Σε κάθε περίπτωση, τέτοια σαθρά επιχειρήματα δε λένε τίποτα.

Αν «αστειευτούμε» για λίγο στο θέμα της τροφής, βρίσκω απόλυτα σωστή τη διατροφή με μπακαλιάρο και χόρτα και καθόλου «πολιτισμένα» τα, όντως πεντανόστιμα σμυρνέικα σουτζουκάκια... Θεωρώ όμως το τραγούδι του Νούρου πολιτιστικά ανώτερο.

Ας περάσουμε σε κάτι άλλο.
Ο σπουδαίος συνθέτης Βαγγέλης Παπάζογλου ήταν μιά χαρακτηριστική περίπτωση Μικρασιάτη που ένιωθε ότι κουβαλούσε μιά πολιτιστική ανωτερότητα (το ίδιο και η γυναίκα του Αγγελίτσα). Όλα τα παραδείγματα που έχουμε από συμπεριφορές του, αυτό καταδείχνουν. Η έννοια της λέξης «κουτόκοσμος»που χρησιμοποιούσε ήταν χαρακτηριστική. Η σκηνή που εκτυλίχτηκε μέσα στις υπηρεσίες Λογοκρισίας, δε δείχνει μόνο την περήφανη εναντίωσή του στις παραινέσεις της υπαλλήλου ν΄αλλάξει λόγια των τραγουδιών του. Δείχνει και την περιφρόνηση (δικαιολογημένα) γιά όλους αυτούς τους ανθρώπους που έσκυβαν το κεφάλι. Δεν είναι άσκοπο ίσως να συγκρίνουμε τη στάση του Παπάζογλου με την αντίστοιχη του Μάρκου που υποχωρούσε και συμβιβάζονταν.

Στο τραγούδι του «Η Βολιώτισσα» (1934) o Παπάζογλου χρησιμοποιεί το χαρακτηρισμό «χωριατάρα». Γιά το σημερινό ανυποψίαστο ακροατή η λέξη ακούγεται ως αστεία. Ο Παπάζογλου όμως εννοεί αυτό που αναφέρει η Hirschon. Σέρνει πολλά άλλα στη Βολιώτισσα και, ευτυχώς, μαλακώνει τις εντυπώσεις η υπέροχη Ρόζα, λέγοντας προς το τέλος, «να ζήσει ο Βόλος»...

Αντίστοιχες με των Μικρασιατών στάσεις έχουν οι ξεριζωμένοι πρόσφυγες από φτωχές χώρες, απέναντι στους γηγενείς Σουηδούς, στον τόπο που ζω. Με προεξάρχοντες τους Σύριους από την Τουρκία που η ορθόδοξη πίστη τους και η έλλειψη πατρώου εδάφους,τους κάνουν να συμπεριφέρονται με μιά αλλόκοτη και κωμική ανωτερότητα και να σνομπάρουν στα γερά τη χώρα που τους άνοιξε τις πόρτες της.
Θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει πως, όσο πιό φτωχή είναι η χώρα καταγωγής, τόσο πιό έντονη είναι η προβολή και η επίδειξη πίστης στην πολιτιστική ανωτερότητα. Οι ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι κλπ., αποδίδουν το γεγονός σε ψυχολογική αντίδραση που μεγιστοποιεί τεχνητά την ταυτότητα του ατόμου ώστε να καταφέρει να εξισορροπήσει και ανταπεξέλθει στο πολιτιστικό σοκ της ·αντιπαράθεσης με τον, κατά τους δυτικούς, πολιτισμό του οργανωμένου κράτους ευμάρειας.
Η εικόνα όμως που προβάλλεται μέσα σε έναν Σομαλό, γιά παράδειγμα, δεν είναι ακριβώς έτσι. Βέβαια και σοκάρεται με τις μεγάλες διαφορές που βιώνει αλλά, μαθημένος να ζει σε πολύβουα και ζωντανά κοινωνικά σύνολα, απ΄τη μιά οικτίρει κι απ΄την άλλη πανικοβάλλεται, με αποτέλεσμα να γίνεται επιθετικός) βλέποντας τους άδειους δρόμους, την απόλυτη ησυχία και το πλήρες σβύσιμο της ζωής μετά τις 6 το απόγεμα. Είναι φυσικό να αναρωτιέται τι είδους πολιτισμός είναι αυτός και να θεωρεί τον δικό του ανώτερο.

Ας έρθουμε τώρα στις συγκεκριμένες αντιρρήσεις σου στο post «Σνόμπαρε η Ρίτα Αμπατζή το Μάρκο Βαμβακάρη;»
Νιώθω ότι η αντίδρασή σου είναι καθαρά συναισθηματική. Λες ότι,
«Ποτε δεν ειδαν οι μικρασιατες τους εαυτους τους ανωτερους απο τους ντοπιους μαλλον το αντιθετο ,αυτο το βεβαιωνει και ο Μαρκος αλλα και δικοι μου συγγενεις οταν ηρθαν εδω».

Πρώτα-πρώτα, ας βγάλουμε το Μάρκο απέξω. Ο Μάρκος ήταν αυτό που ήταν και μας άφησε και ένα σωρό χρήσιμες πληροφορίες. Η δική μας δουλιά (με γιώτα) είναι να τις χρησιμοποιήσουμε, να τις συνδυάσουμε με άλλες, να σκεφτούμε οι ίδιοι και να εκφράσουμε κάποιες γνώμες. Δε μπορούμε να χρησιμοποιούμε κανένα Μάρκο, όπως οι μουσουλμάνοι χρησιμοποιούν το Κοράνι.

Αυτά που σου είπαν οι συγγενείς σου μπορεί να έχουν, αλλά μπορεί και να μην έχουν βαρύτητα. Εξαρτάται ποιές/ούς συγγενείς πρόλαβες, πριν απ΄όλα. Αν ήταν η γενιά αυτών που βίωσαν τον όλεθρο και την προσφυγιά, το τι σου είπαν έχει να κάνει με το χαρακτήρα τους, την κοσμοθεωρία τους, πόσο άντεχαν και ήθελαν να μιλήσουν γιά ένα τόσο ευαίσθητο θέμα. Πόσοι είναι οι άνθρωποι που ομολογούν ανοιχτά ότι βλέπουν το περιβάλλον τους σαν υποδεέστερο; Και ακόμα, συναισθήματα που υπήρχαν ή γεννήθηκαν πιεσμένα από τις δύσκολες τοτινές συνθήκες, υποχωρούν και αμβλύνονται (όχι σε όλες/ους) με τα χρόνια και την αφομοίωση. Έτζι, οι παρατηρήσεις της Hirschon που άκουσε από κοντά, ρώτησε μεθοδικά και διασταύρωσε απόψεις των Κοκκινιωτών το 1972, έχουν, αντικειμενικά, πολύ μεγαλύτερη σημασία απ΄το τι είπε μονολεκτικά ο Μάρκος, οι συγγενείς σου, οι δικοί μου κλπ.

Άλλωστε, εσύ ο ίδιος παρασύρεσαι λίγο παρακάτω και λες,
«σου λεω οτι σαν χαρακτηρες οι μικρασιατες πραγματικα ηταν οι καλυτεροι ολων των Ελληνων».

Γιατί σου φαίνεται περίεργο ότι η Ρίτα Αμπατζή μπορεί - ούτε εγώ είμαι σίγουρος – να του μπήκε του Μάρκου; Όπως έλεγα και πιό πριν, τέτοιες συμπεριφορές δε με αντιπροσωπεύουν. Όμως, οι άνθρωποι αυτοί είχαν προδοθεί και κοροϊδευτεί απ΄όλους. Το ότι – πιθανώς – δεν έλεγαν κάτι ιδιαίτερο στη Ρίτα τα τραγούδια και η φωνή του Μάρκου, με τις εμπειρίες των φωνών που είχε, δεν είναι κάτι παράξενο. Όμως, η Ρίτα ήταν πονηρή, καπάτσα, πολύ έξυπνη, ήξερε τους κώδικες. Είχε επενδύσει στο κύκλωμα της δισκογραφίας, απο κει τρεφόταν κι απ΄τα πανηγύρια. Η συνεργασία της με τον ανερχόμενο αστέρα Μάρκο στο τραγούδι «Αν είσαι μάγκας και νταής» ήταν η πρώτη και τελευταία της. Ας σκεφτούμε, ποιός ήταν πιό ωφελημένος εκίνη τη μέρα από τη συνεργασία; Η λογική απάντηση είναι, ο Μάρκος. Η Ρίτα ήταν ήδη φτασμένη και στέρεα φίρμα, ο Μάρκος στα πρώτα του βήματα. Δε ξέρουμε τίποτα γιά το χαρακτήρα της Ρίτας, πέρα από ένα μικρό, προσεκτικό και παραπονεμένο σχόλιο της αδερφής της Σοφίτσας Αμπατζή-Καρίβαλη. Δε ξέρουμε τίποτα ούτε γιά τις σχέσεις της με συναδέλφους/σσες. Εικάζουμε μόνο από την ατμόσφαιρα που αποπνέουν τα τραγούδια της. Πάντως, αν δεχτούμε πως ούτε εκείνη έχανε από τη συνεργασία της με το νέο φαβορί των εταιριών (το Μάρκο), θά΄τανε σκόπιμο να τον χαιρετήσει μιάς και το τραγούδι ήτανε δικό του και τραγουδούσε κι ο ίδιος. Αντίθετα, χαιρέτησε μόνο τον Τρίμη και τον εαυτό της. Δεν είναι παράξενο; Δεν είναι παράξενο που ο Μάρκος δε ξανατραγούδησε ποτέ μαζί της, ούτε της έδωσε κάποιο απ΄τα τραγούδια του;

Μπαίνω σε μιά δυό λεπτομέρειες παρμένες από τις κρίσεις σου.

Λες,
”η Ριτα δεν χαιρεταει σε ολους τους δισκους ,χαιρεταει αρκετα ναι.
Στην φραγκοσυριανη χαιρεταει τον Μαρκο για σου μαρκο μου με τα τραγουδακια σου και στην ατσιγγανα χαιρετα τον Μπατη και μαλλον τον Μεμετη”.

Η Ρίτα χαιρετούσε μουσικούς και τον εαυτό της, περισσότερο από κάθε άλλον.
Στη ”Φραγκοσυριανή” (1935) και στη ”Γυφτοπούλα”(1934) είναι η δική της φωνή. Ήταν παρούσα στη φωνοληψία και τό΄κανε ή από δική της πρωτοβουλία, ή επειδή της το ζήτησαν. Ο Μπάτης ήταν ”υπερκοματική” φιγούρα – σύμβολο και θετικά διακείμενος απέναντι στους Μικρασιάτες. Το κατά πόσο ήταν κι ο Μάρκος έτσι, στην αρχή και στη συνέχεια της καριέρας του, δε το ξέρουμε. Το τι λέει στα ”απομνημονεύματά” του είναι κουβέντες που τις είπε σε μεγάλη ηλικία όταν, λογικά, είχε πιά σκεφτεί τη ζωή του και την καριέρα του, όπως γίνεται συνήθως. Θεωρώ ότι ο Μάρκος που τόσο αγαπούσε τις γυναίκες, δεν έδινε και πολύ σημασία στις γυναίκες τραγουδίστριες. Πιστεύω πως τις θεωρούσε προέκταση και συμπλήρωμα της ανδρικής φωνής που κυριάρχησε στο πειραιώτικο ρεμπέτικο.

Προσωπικά, με ενοχλεί ο τρόπος που ο Μάρκος αγνόησε μιά γυναίκα που την είχε μαζί του στο μπαρ ”Μάρκος” (εγκαίνια 20 Ιουνίου 1936), μαζί με το Στράτο, Δελιά, Μπάτη και Κ. Σκαρβέλη. Ο Μάρκος αναφέρει μόνο αυτούς. Εκείνη, σα να μην υπήρχε. Επιπλέον, τραγούδησε μαζί του μπόλικα τραγούδια, και εννοώ την αδερφή της Ρίτας, τη
Σοφία Αμπατζή – Καρίβαλη. Η μόνη αναφορά σ΄αυτήν στο βιβλίο του, όταν αναφέρει τους στίχους του ”Με πλάνεψες μποέμισσα”. Αμέσως μετά, λέει: ”Αυτό το τραγούδησα το 1936 με την Αμπατζή, δηλαδή της Ρίτας Αμπατζή την αδελφή” (…)(μάρκος βαμβακάρηςς ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ, Αθήνα 1973, σελ. 282). Τίποτε άλλο. Ούτε το μικρό της όνομα δε ”θυμόταν”.

Κάτι που μ΄ενδιαφέρει, και φαντάζομαι και άλλους, είναι αυτό που λες γιά την Αγγελίτσα Παπάζογλου,
”η Ριτα που λεει η Α.Παπαζογλου ειναι αλλη Ριτα εκεινης της εποχης.Ηταν απο πλουσια οικογενεια”. Πώς το ξέρεις αυτό; Ποιά ήταν η άλλη Ρίτα; Και ακόμα, από πού ξέρεις ότι ”Η Ριτα ξεκινησε στην Χιο και ηταν μικρη”.
Έχεις την καλωσύνη να δώσεις λίγες περισσότερες πληροφορίες;

ΚΛΕΙΝΟΝΤΑΣ, νομίζω πως σε τιμάει που λες,
” κατα την γνωμη μου πρεπει να το βγαλεις αυτο με την Ριτα γιατι την Αδικει και ηταν τεραστια φωνη αυτο φαινεται κυριως στον μανε της”. Εννοώ, που παίρνεις έτσι γλυκά το μέρος της. Καθόλου σκοπό δεν είχα να της ρίξω μομφή. Τη Ρίτα την έχω πολύ βαθιά μες τη καρδιά μου. Αν θες, μπορείς να μπεις στο
elkibra-Ritaabadzi.blogspot.com και θα καταλάβεις.

Όμως, ακόμα κι αν το είχε κάνει πό σκοπού, γιατί αυτό τη θίγει όταν ήταν κανόνας, κύρια στο πειραιώτικο ρεμπέτικο, να αγνοούν και να μη χαιρετούν ποτέ τις γυναίκες;

Σ΄ευχαριστώ ξανά γιά το μήνυμά σου που μου έδωσε την αφορμή και την ευκαιρία να ξεδιπλώσω τις παραπάνω σκέψεις.

Ελπίζω να μην έγινα κουραστικός σ΄εσένα και σ΄όλες/ους τις άλλες/ους...